- σιδερόφρακτος
- -η, -ο, Νβλ. σιδηρόφρακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρόφρακτος — και σιδερόφρακτος και σιδερόφραχτος, η, ο, Ν 1. φραγμένος με σιδερένιο πλέγμα, με σιδερένια κάγκελα 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που φορεί σιδερένια πανοπλία ή ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / σιδερο + φρακτός / φραχτός (<… … Dictionary of Greek